- προβιβάζεται
- προβιβάζωcause to step forwardpres ind mp 3rd sgπροβιβάζωcause to step forwardpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. βλαβερός, δυσάρεστος, επιζήμιος: Να φυλάγεσαι από την κακιά την ώρα. 2. ελαττωματικός, ανάξιος, αδέξιος: Ο κακός μαθητής δεν προβιβάζεται. 3. πονηρός, χαιρέκακος: Αυτός είναι κακός άνθρωπος. 4. αυτός που γίνεται ή κάνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάσιμος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλάζει κατάσταση, αμετάβλητος: Η πολιτική κατάσταση είναι στάσιμη. 2. ακίνητος: Τα στάσιμα νερά είναι εστίες μόλυνσης. 3. αυτός που δεν προβιβάζεται: Ο μαθητής αυτός έμεινε στάσιμος για δεύτερη χρονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)